- συνεπιψευδομαι
- συνεπιψεύδομαισυν-επιψεύδομαιвместе лгать, добавлять и от себя ложь Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεπιψεύδομαι — Α [ἐπιψεύδομαι] ψεύδομαι κι εγώ για κάτι όπως και κάποιος άλλος … Dictionary of Greek
συνεπιψεύδεσθαι — συνεπιψεύδομαι join in lying pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιψεύσασθαι — συνεπιψεύδομαι join in lying aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιψεύσονται — συνεπιψεύδομαι join in lying fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)